- παρασκευαστός
- παρασκευ-αστός, ή, όν,A that can be provided or procured, Pl.Prt.319b, 324c.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παρασκευαστός — ή, όν, Α [παρασκευάζω] αυτόν που μπορεί κανείς να παρασκευάσει ή να παράσχει … Dictionary of Greek
παρασκευαστόν — παρασκευαστός that can be provided masc/fem acc sg παρασκευαστός that can be provided neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)